Πολιτική «με το ραβδί και το καρότο» εφαρμόζει η Ουάσινγκτον απέναντι στη Μόσχα, έχοντας αποφασίσει την επιβολή νέων οικονομικών αντιποίνων γύρω στις 22 Αυγούστου.
Από τη μια με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να απαριθμεί τα ευνοϊκά αποτελέσματα της πρόσφατης συνάντησής του με τον πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντίμιρ Πούτιν, στο Ελσίνκι κι από την άλλη σύσσωμα τα προσκείμενα στους Δημοκρατικούς ΜΜΕ να κατηγορούν το Κρεμλίνο για ανάμειξη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Heather Nauert την Τετάρτη, «οι ΗΠΑ στηριζόμενες στην απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου των Βιολογικών και Χημικών όπλων, του 1991 προσδιόρισαν ότι η Ρωσική Ομοσπονδία χρησιμοποίησε χημικά ή βιολογικά όπλα κατά παράβαση του διεθνούς νόμου».
Όταν της ζητήθηκε να παράσχουν οι ΗΠΑ αποδείξεις, απάντησε πως «τις αποδείξεις θα πρέπει να τις φέρει το άλλο μέρος».
Πάντως αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, διευκρίνισε πως «οι ΗΠΑ επιθυμούν να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τη Μόσχα, παρά τα αντίποινα».
Ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ προειδοποίησε τις ΗΠΑ ότι «οποιαδήποτε οικονομικά αντίποινα με στόχο τις ρωσικέ τραπεζικές δραστηριότητες και το εμπόριο θα θεωρηθούν και αντιμετωπισθούν ως οικονομικός πόλεμος».
Το Λονδίνο έσπευσε να εκφράσει την ικανοποίησή του για την απόφαση επιβολής νέων αντιποίνων στη Μόσχα από τους συμμάχους στην Ουάσινγκτον.
Η πρώτη δέσμη των νέων αντιποίνων προβλέπει μα απαγορευθεί η έκδοση άδειας εξαγωγών ευαίσθητων ηλεκτρονικών αγαθών προς τη Ρωσία.
Τότε θα ακολουθήσουν πλέον δραστικά μέτρα, όπως υποβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων, απαγόρευση της ρωσικής αεροπορικής εταιρίας Aeroflot να πετά προς τις ΗΠΑ και να σταματήσει όλες τις εξαγωγές από ΗΠΑ και εισαγωγές ρωσικών προϊόντων.
Οι χώρες της Δύσης είχαν συμφωνήσει με την βρετανική άποψη να ρίξουν το φταίξιμο στην Ρωσία για την δηλητηρίαση του πρώην πράκτορα της Μόσχας Σεργκέι Σκρίπαλ και της κόρης του, στην Αγγλία τον περασμένο Μάρτιο, με απαγορευμένο βιοχημικό όπλο.
Παρά την κατηγορηματική άρνηση της Ρωσίας ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με το γεγονός και την προσφορά της να συνεργασθεί στην έρευνα της υπόθεσης.
Το Ηνωμένο Βασίλειο όμως, έχει απαγορεύσει οποιαδήποτε ανάμειξη στην έρευνα της υπόθεσης επιτρέποντας μόνον σε Βρετανούς ερευνητές να ασχοληθούν με το ζήτημα. Ακόμη και στην διεθνή οργάνωση για την Απαγόρευση των Χημικών όπλων(OPCW), το Λονδίνο έχει επιτρέψει «μόνον τεχνική βοήθεια».
Το ρωσικό ρούβλι κατρακύλησε στο χαμηλότερο επίπεδο από το Νοέμβριο του 2016, μόλις έγινε γνωστό ότι σχεδιάζονται να εφαρμοσθούν νέα αμερικανικά οικονομικά αντίποινα φτάνοντας τα 66,7 $ στο χρηματιστήριο της Μόσχας. Την Τρίτη, η αντιστοιχία ρούβλι-δολάριο ήταν 63,4.
Αφήστε μια απάντηση